- μπουρζουάς
- ο(λ. γαλλ.), ο αστός: Οι μπουρζουάδες δεν ενδιαφέρθηκαν για τα προβλήματα των εργατών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπουρζουάς — ο άτομο που ανήκει στην αστική τάξη, αστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. bourgeois < γαλλ. bourg < λατ. burgus «πύργος, ισχυρό κάστρο» (πρβλ. γερμ. Burg)] … Dictionary of Greek
μπουρζουαδικός — ή, ό και μπουρζουάδικος και μπουρζουαζίδικος, η, ο [μπουρζουάς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μπουρζουαζία ή στον μπουρζουά, αστικός … Dictionary of Greek